-
1 предмет
1. (научная дисциплина) η επιστήμη, το μάθημα 2. (тема) το θέμα, το ζήτημα 3. (вещь) το αντικείμεν/ο, το είδος, το πράγμαупакованные - ы συσκευασμέναπροϊόντα/είδηхрупкие - ы εύθραυστα-α/είδηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предмет
-
2 предмет
-а α.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αντικείμενο•это стекло увеличивает -ы αυτός ο φακός μεγενθύνει τα αντικείμενα•
быть -ом насмешек είμαι αντικείμενο γέλωτα•
предмет научного исследования αντικείμενο επιστημονικής έρευνας.
2. είδος πράγμα•-ы домашнего обихода είδη οικιακής χρήσης•
-ы роскоши είδη πολυτέλειας•
-ы широкого потребления είδη πλατιάς κατανάλωσης•
-ы первой необходимости είδη πρώτης ανάγκης.
3. θέμα•предмет лекции θέμα διάλεξης.
4. παλ. άνθρωπος αγαπητός. || ερωμένος, -η.5. μάθημα•физики μάθημα φυσικής.
εκφρ.на этот,той – κ.τ.τ. предмет σ αυτή την περίπτωση•на какой -? – γιατί; προς τι; για ποιο λόγο;•быть в -е; иметь в -е – (απλ.) έχω στο νου, βάζω με το νου μου• σκέπτομαι.